-
1 βλάβη
A harm, damage, A.Pr. 763, IG12.18, etc.;πεπονθέναι.. ἐς βλάβην φέρον S.OT 517
; τίς β.; c. inf., Id.OC 1187;οἷς ἦν ἐν β. τειχισθέν Th.5.52
;προσκαλοῦμαί σε.. βλάβης τῶν φορτίων Ar.V. 1407
; β. θεοῦ mischief from a god, E. Ion 520, cf. S.Ant. 1104; of a person, ἡ πᾶσα β. who is naught but mischief, Id.El. 301, cf. 784, Ph. 622: pl.,ἐν ὄμμασιν βλάβας ἔχω A.Ag. 889
, cf. Eu. 799; αἱματηρὰς θηγάνας, σπλάγχνων βλάβας νέων ib. 859.2 βλάβης δίκη an action for damage done, D.21.25; β. τετραπόδων damage done by eattle, Plu. Sol.24;β. τῶν θηρίων Id.2.642b
(pl.);οἰκῆος καὶ δούλης τὴν β. εἶναι ὀφείλειν Sol.
ap. Lys.10.19;οἱ περὶ τῆς β. νόμοι.. ἁπλοῦν τὸ βλάβος κελεύουσιν ἐκτίνειν D.21.43
; διπλῆν τὴν β. ὀφείλειν ( ὀφλεῖν Meier) Din.1.60, cf. Foed.Delph.Pell.1 B7.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский